διυλίζω

διυλίζω
(AM διυλίζω)
1. καθαρίζω ένα υγρό από τις τυχόν ξένες ουσίες, σουρώνω, στραγγίζω
2. φρ. «οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» — αυτοί που λεπτολογούν τα ασήμαντα και παραβλέπουν τα σπουδαία
αρχ.
καθαρίζω οτιδήποτε από τις ξένες ουσίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διυλίζω — διυλίζω, διύλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διυλίζω — διῡλίζω , διυλίζω strain pres subj act 1st sg διῡλίζω , διυλίζω strain pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διυλίζω — διύλισα, διυλίστηκα, διυλισμένος 1. διηθώ υγρό, το καθαρίζω από ξένες ουσίες, φιλτράρω, λαγαρίζω: Το πετρέλαιο καύσης είναι διυλισμένο. 2. μτφ., εξετάζω εξονυχιστικά, αναλύω σε βάθος: Γίνεται κουραστικός, γιατί διυλίζει ό,τι του λες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναδιυλίζω — διυλίζω υγρό εκ νέου, ξαναλαμπικάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + διυλίζω. ΠΑΡ. αναδιύλιση, αναδιυλισμός] …   Dictionary of Greek

  • διυλίζετε — διῡλίζετε , διυλίζω strain pres imperat act 2nd pl διῡλίζετε , διυλίζω strain pres ind act 2nd pl διῡλίζετε , διυλίζω strain imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διυλίσει — διύλισις filtering fem nom/voc/acc dual (attic epic) διυλίσεϊ , διύλισις filtering fem dat sg (epic) διύλισις filtering fem dat sg (attic ionic) διῡλίσει , διυλίζω strain aor subj act 3rd sg (epic) διῡλίσει , διυλίζω strain fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυλίζω — (Α) 1. διυλίζω, στραγγίζω («καθυλίσαι τὸν οἶνον», Αθήν.) 2. (για φάρμακα) καθαρίζω («τὸ αἷμα καθυλίζειν», Αέτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑλίζω «διυλίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προδιϋλίζω — Α διϋλίζω, διηθώ κάτι προηγουμένως («δεῑ μέν τοι προδιϋλίζειν πᾱσαν ῥητίνην τήκοντας», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διϋλίζω «σουρώνω, στραγγίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προσδιηθώ — έω, Α διηθώ, διυλίζω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διηθῶ «διυλίζω, φιλτράρω»] …   Dictionary of Greek

  • διυλιζόμενον — διῡλιζόμενον , διυλίζω strain pres part mp masc acc sg διῡλιζόμενον , διυλίζω strain pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”